απαράκλητος

απαράκλητος
ἀπαράκλητος, -ον (AM)
1. απαρηγόρητος, αυτός τον οποίο κανείς δεν μπορεί να παρηγορήσει
2. (για τόπους) θλιβερός
μσν.
αμετάπειστος
αρχ.
1. αυτός που έρχεται κάπου χωρίς να τον καλέσουν, εθελοντής
2. αδιαφιλονίκητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπαράκλητος — unsummoned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαράκλητος — η, ο επίρρ. α απαρακάλεστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαρακλήτως — ἀπαράκλητος unsummoned adverbial ἀπαράκλητος unsummoned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαράκλητον — ἀπαράκλητος unsummoned masc/fem acc sg ἀπαράκλητος unsummoned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρακλήτοις — ἀπαράκλητος unsummoned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρακλήτου — ἀπαράκλητος unsummoned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρακλήτους — ἀπαράκλητος unsummoned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαράκλητα — ἀπαράκλητος unsummoned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαράκλητοι — ἀπαράκλητος unsummoned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՄԽԻԹԱՐ — ( ) NBH 1 0204 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c, 12c, 13c ա. ἁπαράκλητος, ἁπαρηγόρατος inconsolabilis, insolabiis Անմասն ʼի մխիթարութենէ. չունօղ զմխիթարութիւն եւ զմխիթարիչ. տխուր. *Մնալոյ ʼի նոցանէ որբք եւ անմխիթարք. Փարպ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”